Κάπου διάβασα...

The desires of the heart are as crooked as corkscrews
Not to be born is the best for man
The second best is a formal order
The dance's pattern, dance while you can.
Dance, dance, for the figure is easy
The tune is catching and will not stop
Dance till the stars come down with the rafters
Dance, dance, dance till you drop.

 
-W.H. Auden, "Death's Echo"

Χρυσόστομος 



ΜΕΤΑ΄ΞΙΑ

            Βγαίνω απ’ το παλιό αρχοντικό, διασχίζω τον σκοτεινό κήπο του και φτάνω στην πλατεία. Καταγής –εδώ κι εκεί– πεταμένα κομμάτια από ύφασμα. Σκύβω και βλέπω πως είναι παλιές γραβάτες. Στο βάθος, πάνω σε μια εξέδρα, ένας άνθρωπος βγάζει λόγο –θα ‘χει ώρα που μιλάει γιατί το στόμα του είναι αφρισμένο– μπρος σε ανύπαρχτο ακροατήριο. Κανένας άλλος εξόν από μας του δυο δεν είναι στη μεγάλη πλατεία. Μιλάει με φανατικό ζήλο, εξηγεί κάτι που είναι γραμμένο στο μαυροπίνακα πλάϊ του και κάθε τόσο το σημαδεύει με τη μύτη μιας μακριάς στέκας, χωρίς όμως ποτέ να γυρίζει προς τα εκεί να κοιτάξει· το βλέμμα του μένει πάντα ακίνητο, καρφωμένο στα πρόσωπα που φαντάζεται μπροστά του. Πλησιάζοντας βλέπω πάνω στον πίνακα, ξετυλιγμένο από ‘να τόπι, ατέλειωτους πήχες βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα με ασύλληπτης ομορφιάς ύφανση, σχέδιο και χρώματα· είναι απλωμένο αριστοτεχνικά με πολλή φροντίδα τεχνητής ακαταστασίας, γεμάτο αμέτρητες ζαρωματιές και πτυχώσεις, τάχα τυχαίες όμως σοφά μελετημένες για ν’ αναδείξουν τον πλούτο κι όλη τη χάρη και της παραμικρής του λεπτομέρειας. Το βλέμμα μου μεθυσμένο αγκαλιάζει αυτές τις επιφάνειες, χαϊδεύει τις λαμπερές φουσκωτές γραμμές των νημάτων που μοιάζουν με σειρές σταχτορόδινες μικροσκοπικές χάντρες και με ψιλές-ψιλές ίνες και νεύρα φύλλων. Κάθε φορά που βυθίζεται άπληστο στα βάθη μιας πτυχής, ανακαλύπτω ευτυχισμένος και μια καινούρια σύνθεση κι έναν άλλο σπάνιο χρωματικό συνδυασμό που δεν είχα στην αρχή προσέξει, πάντα υπέροχο και πάντα διαφορετικό από τον προηγούμενο, αλλά και πάντα μες στον ειρμό και το γενικό νόημα αυτής της ασύγκριτης αρμονίας.
            Συνεπαρμένος απ’ το θέαμα, γεμάτος έκσταση, λύνω τη γραβάτα μου και την πετάω ανάμεσα στις άλλες.
            Ο ρήτορας βλέπει την κίνησή μου και διακόπτοντας απότομα το λόγο του, κατεβαίνει σαν τρελλός τα σκαλιά της εξέδρας και τρέχει κοντά μου.
            «Να ρίξω μια ματιά στο κολάρο σας;», μου λέει λαχανιασμένος, με συγκίνηση, σαν να μην πιστεύει στα μάτια του. Επειδή είναι κοντός πατάει στις μύτες των ποδιών για να φτάσει στο λαιμό μου.
            Αφού βεβαιώνεται πως δε φοράω πια γραβάτα, με μικρά βήματα σαν πηδήματα πιθήκου, πηγαίνει στο μαυροπίνακα, βγάζει ένα πελώριο ψαλίδι από τη τσέπη του, κόβει με προσοχή ένα κομμάτι από το ύφασμα που κρέμεται λαμποκοπώντας σαν ουρά παγωνιού, ξανάρχεται και μου το δίνει.
            «Πόσο έχει ο πήχης;», τον ρωτώ και βάζω το χέρι στο πορτοφόλι μου. Καταλαβαίνω αμέσως το μεγάλο μου σφάλμα, είναι όμως αργά· την είχα πια ξεστομίσει την προσβολή.
            «Όχι, κύριέ μου. Τι φοβερό επάγγελμα και το δικό μου! Τι απογοήτευση!», μου φωνάζει καταγαναχτισμένος, με βραχνή κοκορίσια φωνή. «Τόσες ώρες αγωνίζομαι να σας πείσω ότι το ύφασμα δεν πουλιέται κι όποιος θέλει ένα κομμάτι του, να μου το ζητήσει ελεύθερα, αφού φυσικά πρώτα μου δώσει την παλιά του γραβάτα».
            Ύστερα ανεβαίνει στην εξέδρα και αρχίζει πάλι να ξελαρυγγίζεται μπρος στην παγωμένη πλατεία. Το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο και ιδρωμένο· από το στόμα του τρέχουν σαπουνάδες οι αφροί.

Ε.Χ. Γονατάς
Από τη συλλογή Το βάραθρο

Άντρια 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου