Τεύχος Ι

Ήταν 22 χρονών και ήταν πολύ όμορφη.

Την σκότωσα.
    Κατερίνα Κυριακού
βιτρίνα
Τώρα πια ήταν σίγουρος· όλοι κοιμούνταν.  Μπορούσε ν’ ακούσει απ’ τα διπλανά δωμάτια μες το σκοτάδι, με τα μάτια ανοιχτά και καρφωμένα σ’ αυτό που στο φως ήταν το άσπρο ταβάνι, τις βαθιές τους αναπνοές και τα μισόλογα της μέρας που δεν ειπώθηκαν και μετασχηματίζονταν τώρα σε όνειρα.
Σηκώθηκε προσεκτικά, ήταν ακόμα ντυμένος, μόνο τα παπούτσια του είχε βγάλει, τα φόρεσε πάλι –του φάνηκε κάπως άσκοπη και αστεία έτσι στα σκοτεινά αυτή η αντίστροφη επανάληψη των ίδιων κινήσεων– κοιτάχτηκε μηχανικά στο μαύρο καθρέφτη σιάζοντας τα μαλλιά του χωρίς να βλέπει. Ο ήχος των βημάτων του δεν υπήρχε, θα μπορούσε ακόμα κι ο ίδιος να ισχυριστεί ότι δεν περπατάει τώρα αν σε κάθε πάτημά του δε διογκωνόταν μια άγρια, ανυπόμονη αγωνία.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του με το ανεπαίσθητο της τρίξιμο. Έτρεχε ήδη στις σκάλες, έβγαινε ήδη απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας αφήνοντας τη δεύτερη αυτή πόρτα που βρέθηκε στο δρόμο του να γλείψει αργά το πάτωμα πριν κλείσει μόνη της –η μοναδική της πολυτέλεια–, προχωρούσε ήδη προς το στόχο του, κοίταξε γύρω, κανείς, διασταύρωνε κιόλας το δρόμο, άλλα δύο μέτρα…
Σταμάτησε μπροστά τους. Στέκονταν ακόμα εκεί, στη σειρά. Θέλησε να τις αγγίξει· θυμήθηκε πως δεν μπορούσε: ένα γυαλί στεκόταν ανάμεσά τους, καθαρό –γι’ αυτό ήταν σίγουρος, ο εργάτης το καθάρισε σήμερα κιόλας– και στέρεο. Αυτές έκαναν πως δεν τον πρόσεξαν. Το βλέμμα τους, γυάλινο θαρρείς, ίσως από την αντανάκλαση του τζαμιού, προσηλωμένο στο δρόμο. Φορούσαν όλες μαύρα φορέματα που ταίριαζαν σύμφωνα με κάποιους στην εποχή. Τις κοίταξε μία-μία. Καμιά ανταπόκριση. Έσυρε το βλέμμα του ξανά πάνω στα μάτια τους. Κι έπειτα πάλι, πάλι. Και να! Αυτή η τελευταία, στη δεξιά γωνιά, σα να γύρισε το κεφάλι μια στιγμή και να τον κοίταξε παρακλητικά, μα ύστερα αποβλακώθηκε ξανά στην ανούσια υποκρισία της κοιτώντας το δέντρο στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Την πλησίασε και στάθηκε απέναντί της. Την προκαλούσε βουβά να σπάσει τη σιωπή της. Η ματιά του διέτρεξε λαίμαργα και βασανιστικά όλο της το κορμί, άσπρο, άκαμπτο, σφιχτό. Κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο, μαύρα βαμμένα μαλλιά, μακρύς λαιμός, στητά στήθια, στημένα χέρια ακουμπισμένα στους γοφούς, γυμνές πατούσες· σαν κρύα λεπίδα να τον χάραξε: κάτω απ’ το μακρύ, συνθετικό φόρεμα μια μεταλλική βάση κι ένα καρφί να διαπερνά το μικρό, γυναικείο πόδι. Κοίταξε τα άκρα των υπόλοιπων, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Κόλλησε το πρόσωπο στο τζάμι κι η ανάσα του κοφτή, ζεστή, υγρή άφηνε τα ίχνη της ακολουθώντας τα χέρια που σέρνονταν ψάχνοντας μια είσοδο, έναν τρόπο. Χτένισε με το βλέμμα το πεζοδρόμιο.
Σήκωσε την παλιά ξεχασμένη γλάστρα και την πέταξε. Το τζάμι κατέρρευσε μ’ έναν υπέροχο ήχο. Σχεδόν ταυτόχρονα μια σειρήνα του τρύπησε το μυαλό. Τι αντίθεση αλήθεια! Δεν είχε όμως χρόνο γι’ αυτά τώρα. Την άρπαξε απ’ τη μέση κι έκανε να την αφήσει στο πεζοδρόμιο. Κοίταξε τις άλλες: δε σάλευαν, πάντα ακίνητες και ψυχρές, δεν καταλάβαινε· δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν ήθελαν; Στάθηκε μετέωρος για μερικές στιγμές. Ύστερα τους γύρισε την πλάτη. Η σειρήνα ακόμα ούρλιαζε.
Πήρε ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί και της ξεκάρφωσε με δύναμη απ’ τα πόδια το μέταλλο. Τα δυο πρώτα της δάκτυλα κόπηκαν κι έπεσαν μ’ ένα υπόκωφο τράνταγμα στο μπετόν. Το χέρι του μάτωσε στις κλειδώσεις μα το αγνόησε πετώντας μακριά το γυαλί που θρυμματίστηκε. Έκανε να γύρει, μα την έπιασε τελευταία στιγμή. Της τύλιξε τα χέρια γύρω απ’ το λαιμό του κι άρχισε να τρέχει καθησυχάζοντάς την: «Δεν πειράζει, δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα». Το μαύρο φόρεμα άρχισε να γλιστρά από πάνω της.
     
     Σε λίγο απόμεινε γυμνή, σακατεμένη, με τα νεκρά της μάτια να κοιτάζουν πάντα μπροστά καθώς τρανταζόταν σύγκορμη στην πλάτη αυτού του άντρα που έτρεχε φρενιασμένος μες τη νύχτα, ψιθυρίζοντας ακατάληπτα παρηγορετικά λόγια, χαϊδεύοντας με το ματωμένο χέρι του το δικό της.
Άντρια Λουκαΐδου 

1+1=1
Θα σου χαρίσω το μισό μου εαυτό,
ολόκληρο.

Θα 'ναι δικός σου, ολόδικός σου,
ο ολόκληρος μισός μου εαυτός.

Θα τον κάνεις ό,τι θέλεις, όποτε θέλεις.
Μπορείς να του βάψεις τα μαλλιά,
να τον αφήσεις να πεθάνει της πείνας,
να τον ταξιδέψεις μακρινούς τόπους.

Μετά θα μου τον επιστρέψεις.

7, 17, 27 χρόνια μετά ελπίζω να ταιριάζει
με το άλλο μισό που κράτησα εγώ.
Μάης 2011
Χρυσόστομος

Αλλιώς
      "Ποιοι δαίμονες τα εργόχειρα
      ξεστρώνουν της ψυχής μας;"
Κεντώ στην ατάραχη καρέκλα μου
τους φόβους και τους πόθους μου,
για σένανε μιλάω στις κλωστές
και μιμούμενη το τρίξιμο του ξύλου
παραμιλώ πως σε θυμάμαι έτσι
όταν από ψηλά με κοίταζες, έκπτωτε.
Πώς με ντροπιάζουν οι ματιές σου
στο γυμνό μου σώμα.
Τα εργόχειρα που σου φυλούσα
μ' απαρνήθηκαν
και δε βρίσκω τη δαχτυλήθρα μου πια. 
Πού μας ξέφυγε;

Στης προσβολής το χάδι σου
κρύβω τα γυμνά μου σημεία,
η άλλοτε στέρεη πολυθρόνα
ουρλιάζοντας σπάει
και χύνομαι ξανά γυμνή
να βρω την πεταμένη μου αγκαλιά.
Να καθίσω την ψυχή μου
ακέραιη και αναβλύζουσα τη νιότη της
αλλιώτικα να μπήξω τις κλωστές
στο έδαφος αλλιώτικα να σ' ακουμπήσω.
Ακριβέ μου έκπτωτε...
τώρα κάθισα κι εγώ αλλιώς.
Έλενα Βατάλα

Προχωράς 
Κινείσαι.
Στα δεξιά σου μια πόρτα. 
Δεν έχει πόμολο.
Προχωράς.
Άλλη μία.
Χωρίς πόμολο.
Έχουν κλειδαρότρυπες. Κοιτάς. Βλέπεις εσένα.
Έχει πολύ φως, είναι κουραστικό.

-Ποιος είναι;
Βλέπεις μόνο σκοτάδι.
-Ποιος είναι;
Φωνάζεις πιο δυνατά.
-Είσαι καιρό εδώ;
Τινάζεσαι πάνω.
-Όχι νομίζω...αλλά θέλω να βγω έξω.
-Α.
-Δεν έχει πόρτα;
-Ποια πόρτα;
-Κάποια πόρτα που να βγάζει έξω.
-Δεν έχει πόρτα.
-Μα θέλω να φύγω.
-Πόσο καιρό;
-Δεν ξέρω.
-......
-Υπάρχει καμία πόρτα;
-Εννοείς έξοδος;
-Ναι.
-Σταμάτησα να ψάχνω.
Κατερίνα Κυριακού



ενεχυροδανειστήριο
-Σας είπα δεσποινίς, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο εδώ.
-Είστε σίγουρος; Θα έπαιρνα όρκο πως το είδα στη βιτρίνα σας μόλις χτες.
-Αδύνατον. Δεν πέρασε τίποτα τέτοιο από ‘δω. Να σας πω και την αλήθεια, πρώτη φορά ακούω να κυκλοφορεί τέτοιο πράμα στην αγορά.
-Μήπως κάποιος από τους υπαλλήλους σας το είχε βάλει, να, κάπου εδώ.
-Δεν έχω υπαλλήλους, εγώ είμαι μόνο. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως δεν έφτασε ποτέ σε μένα αυτό που ζητάτε.
-Περίεργο. Θα ορκιζόμουν πραγματικά πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
-Κάποιο λάθος κάνετε. Κάπου αλλού ίσως.
-Μπορεί να μπερδεύτηκα. Είναι τόσα πολλά τα μαγαζιά σ’ αυτή την περιοχή. Δεν είμαι κι ο εαυτός μου τελευταία. Με συγχωρείτε.
-Κάτι άλλο;
-Όχι, ευχαριστώ. Θα δοκιμάσω δίπλα. Καλό βράδυ.


-Καλησπέρα.
-Παρακαλώ.
-Έχω την εντύπωση πως είδα χτες στη βιτρίνα σας ένα κεφάλι. Το δικό μου κεφάλι, για να είμαι ειλικρινής.
Άντρια Λουκαΐδου


Παράσιτα μικροφώνων
Παράσιτα μικροφώνων
είπαν πως ειν’ ο θερμοστάτης.
Τι αλλόκοτες ισορροπίες που
νευροκοπούν τους κλειδούχους!

Μια γυναίκα περιεργάζεται
την αντανάκλασή της
σ’ ένα παράθυρο τρένου

περασμένη στιγμή
και η πανώρια μόνωση
θρονιάζεται στην πρώτη θέση.

Ενοχλήσεις, τριγμοί,
παλατζαρίσματα.
Ουδόλως απέχουμε απ’ τον
εκτροχιασμό μας.

Η οξυδέρκειά μας
κηδεύεται σ’ ένα περίβλημα
καθρευτών.
Έλενα Βατάλα


Δέντρο
Είναι αυτό το δέντρο στον κήπο μου που όλο
μεγαλώνει.

Πληθαίνει το φύλλωμά του μέρα με τη μέρα,
Σκάβουν το χώμα οι ρίζες του με τέχνη,
Στον κορμό του έχουν φτιάξει τα παιδιά
της γειτονιάς ένα σπιτάκι.

Και μέσα;

Μέσα είναι ένας τοίχος που όλο μεγαλώνει.
Πληθαίνουν τα τούβλα του μέρα με τη μέρα,
Σκάβουν τον ουρανό οι άκρες του μανιωδώς,
Στην πλάτη του έχει φτιάξει τη φωλιά της
μια γριά.

Θέ μου, τρέμω…έχει αρχίσει και βγάζει φύλλα…
έχει αρχίσει και βγάζει ρίζες…
Θα γίνει δέντρο,
στον κορμό του θα φτιάξουν τα παιδιά
της γειτονιάς ένα σπιτάκι.

Τρέμω…

Πρέπει να βγω απ’ αυτό το σπίτι.
Πρέπει να πάω έξω στον τοίχο μου.
Χρυσόστομος


Η βασίλισσα
Η βασίλισσα δεν περιμένει να αποφασίσεις.
Αποφασίζει αυτή για σένα.
Η βασίλισσα δεν αναζητά απαντήσεις.
Η βασίλισσα τις ξέρει ήδη.
Η βασίλισσα δεν περιμένει να την εντυπωσιάσεις.
Η βασίλισσα ξέρει να διασκεδάζει μόνη της.


Η βασίλισσα έκανε λάθος και αναγκάστηκαν να την
σκοτώσουν αφού πρώτα το αποφάσισαν όλοι μαζί.
Κατερίνα Κυριακού

τΕΡΑΤΟΥΡΓΙΑ
Μου ζήτησες να γίνω δέντρο.
Μου ζήτησες να γίνω βηματισμός.
Μου ζήτησες να γίνω γέλιο.
Μου ζήτησες να γίνω πέτρα, τοίχος, τσιμέντο.
Μου ζήτησες να γίνω περβάζι και κάγκελο.
Μου ζήτησες να γίνω θρόισμα και κύμα.
Μου ζήτησες να γίνω τιμόνι.
Μου ζήτησες να γίνω φωνή, κόκκινο, μπουνιά.
Μου ζήτησες να γίνω άσπρο πέταγμα.
Μου ζήτησες να γίνω σελίδα, γράμμα.
Μου ζήτησες να γίνω λέξη.
Μου ζήτησες να γίνω δρόμος στενός ανηφορικός.
Μου ζήτησες να γίνω πυροτέχνημα.
Μου ζήτησες να γίνω καθρέφτης και ρούχο.
Μου ζήτησες να γίνω χάδι.
Στήθος και σεντόνι. Και φιλί.

Κι έγινα.

Τώρα, να, κοίτα με. Μην αποστρέφεις το βλέμμα.
Το δημιούργημά σου.
Άντρια Λουκαΐδου

Όνειρο
Κι αν με τρομάξει το πράσινο σου φως
όπως έρχεσαι καταπάνω μου
κι αν με ζαλίσει το απύθμενο
που μου υπόσχονται τα δάχτυλά σου

και πω όχι στις νυχτερινές σου πρόβες
για το υπέροχο μου μέλλον,

Να τι θέλω να κάνεις.

Θέλω να μου δώσεις τα δυο σου λεπτά
πριν ξυπνήσεις,
για μάτια.

Τότε δεν θα με τρομάξει το πράσινό σου φως,
ούτε τα δάχτυλά σου θα ‘ναι σαν πηγάδια.

Τότε θα παίζω μονίμως σ’ αυτές τις ολονύκτιες
παραστάσεις του εαυτού μας.

Ναι, τα θέλω αυτά τα δυο λεπτά πριν ξυπνήσεις.
Χρυσόστομος

Χωρίς
    Όλοι βλέπουν οράματα
       κανείς ωστόσο δεν τ' ομολογεί
                                      Γ. Σεφέρης 

Τις νύχτες στο παράθυρό μου
στοίβες τα κόκαλα φέγγουν
στα γύρω πηγάδια

κάθε τόσο από τον ουρανό
κομμάτια το μάρμαρο ακατέργαστο
σκάει το ραγισμένο τόπι
το ρημαγμένο χέρι που σκότωσε το τόπι
τις νύχτες ξανθό το χώμα και δακρυσμένο

Τις μέρες τρέχουν παιδιά
τα κοιτάζω τι κρίμα
χθες είχανε χέρια

Στο παράθυρό μου μια γυναίκα, 
Στέριωνε με τα δάχτυλα
το αχτιδωτό πηχάκι...
με τα δάχτυλα έφεγγε τα μάτια μου

Σα συνήλθα
της έγνεψα κατά την υπέρογκη 
στέρνα του χαμού μας
χέρια παιδιών στον ύπνο, βλέπεις;
στον ύπνο κανονισμένα
κι ανεκλάλητοι οι φθόγγοι

Κι ο τόπος τρέχει 
σαν το μαύρο σύννεφο
που ποτέ δεν αλλάζει
τρέχει τα πόδια του ασπρίζουν
στο παράθυρό μου εκείνη η γυναίκα
στο παράθυρό μου εκείνη η γυναίκα

τη βλέπω   κρυφά   τη γνωρίζω
από το στόμα της βγαίνουνε
δυο μαρμαρωμένα παιδιά.
Έλενα Βατάλα

Κλειδαρότρυπα 
Η πόρτα είναι κλειστή σ' αυτό το δωμάτιο.
Το εντελώς γυμνό, μα απολύτως,
απολύτως τακτοποιημένο!
Έχω βάλει τους πλανήτες μου
στις τέσσερις γωνιές του·
παρακολουθώ την καθημερινή
και απαράλλαχτη τροχιά τους
καθώς πάω από τον ένα στον άλλο.
Ναι, το 'χω απολύτως, απολύτως τακτοποιήσει
αυτό το δωμάτιο!
Είναι όμως ρε γαμώτο αυτή η κλειδαρότρυπα
που αφήνει το φως να μπει κάθε πρωί
και με ξυπνάει.
Όλο λέω να την καλύψω με κάτι,
όμως το αναβάλλω,
γιατί κάποιες φορές,
να,
πάω και κρυφοκοιτάζω απ' αυτήν προς τα έξω...!
Βέβαια, με τυφλώνει κάθε φορά αυτό το φως
κι αποτραβιέμαι σαστισμένα.
Πάω τρέχοντας στον ένα απ' τους τέσσερις
πλανήτες,
τον πιο αγαπημένο μου, 
αυτόν στη γωνιά δεξιά της πόρτας.
Πιάνει καλή σκιά εδώ,
κανείς δεν θα με δει άμα μπει.

Η πόρτα είναι κλειστή σ' αυτό το δωμάτιο.
Άμα την ανοίξεις, θα πέσει αυτό το φως
να με φάει.
Χρυσόστομος   

Οδοιπορία  
Δεν έχω άλλο φως να σε κοιτάξω
μου το πήραν οι κόχες των λόφων
μέσα από τα πέταλα της βροχής
τώρα ο δρόμος κοφτός

ελπίζω πως πάνω στο δέρμα των ανθρώπων
φυραίνει ολοένα το μαβί γιατρικό
το φυτεμένο στη χαράδρα
των αμαρτημάτων μας με τα κυκλάμινα
εκεί που παραμιλούν οι πεθαμένοι

δρόμοι του στήθους που με φέρατε ως εδώ
με το αλλιώς και με το δάκρυ
που καρφώσατε αθώα χαμόγελα
στο απρόσιτο δείλι κι εγώ ξεστρατώ
για να τα προσκυνήσω

ο δρόμος κοφτός και αμείλικτος
σε τραβά με το στανιό στο άδικο
σε ρίχνει σε κύκλους άπνοιας
κι από τις αιχμές των λόφων
μέσα από τα πέταλα της βροχής
ο κρότος του φλογισμένου βλέμματος
η αίσθηση των κρίνων πάνω σε λευκούς
ώμους

σε κοίταζα ένα βράδυ με συρτό το φεγγάρι
στα πόδια σου
αχ να 'χα λίγο φως να σε κοιτάξω ακόμη
που μακραίνεις...

κάποτε γύριζα τους νεκρούς μου
κύκλους ατέλειωτους
στο γεννοβόλημα της μέρας

τώρα θα πουληθώ κάποια βραδιά
σα συνεργός του ονείρου
θα ρωτώ ποιος μένει εδώ
δάκρυ ναυαγού στην άσπλαχνη χώρα

ιδού, ο άνθρωπος πέθανε
ώρα να γίνουν όλα όπως πρώτα
Έλενα Βατάλα

Από τα μάτια
Κάθισαν μαζί σε δυο καρέκλες μπροστά στο παράθυρο. Το παράθυρο ήταν τοξωτό. Οι καρέκλες ήταν ξύλινες. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Γύρω τους χόρευε η σκόνη. Άρχισαν να κουβεντιάζουν αργά, χαμηλόφωνα. Μετά από λίγο τα μάτια της βουβά. Τυφλές κόγχες. Αδιαφανή και θαμπά, γέμισαν υγρό πηχτό, που κυλούσε στο πρόσωπό της. Απ' το στόμα έτρεχε το ίδιο υγρό. Συνέχισαν να κουβεντιάζουν αργά, χαμηλόφωνα. Από την μύτη τώρα, το ίδιο υγρό. Πηχτό και πολύχρωμο. Εκείνος ανασηκώθηκε ελάχιστα, ήρθε πιο κοντά και το κοίταξε.
      -Όλο χρώμα και ήχους ε;
Δεν είχε μάτια. δυο δεξαμενές. Δεν είχε στόμα. μια τρύπα.
      -Νομίζεις; Δεν μπορώ να ξέρω. Είναι από την εποχή της Αμνησίας.

Συνέχισαν την κουβέντα ήρεμα. χαμηλόφωνα. Το υγρό έτρεχε ως τα πόδια της.
Κατερίνα Κυριακού


επέμβαση
Πήγα στο γιατρό μου. Πήρε το νυστέρι και με άνοιξε. Αφαίρεσε μια τσαλακωμένη κόλλα χαρτί, ένα σπίρτο και λίγο νερό. Έραψε την τομή, να ‘ρθεις ξανά σε λίγες μέρες, και με άφησε να φύγω.

Τη νύχτα έκοψα τις ραφές, ξεχώρισα το δέρμα και ψαχουλεύοντας βρήκα λίγο άδειο χώρο. Έβαλα μέσα μια τσαλακωμένη κόλλα χαρτί, ένα σπίρτο και λίγο νερό.
Άντρια Λουκαΐδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου